- κολοκυθένιος
- -α, -ο [κολοκύθι]1. αυτός που αναφέρεται στο κολοκύθι ή που έχει γίνει από κολοκύθι2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, ασήμαντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολοκυθένιος, -ια, -ιο — 1. ο κατασκευασμένος από κολοκύθι. 2. ασήμαντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκένος — κολοκένος, η, ον (Μ) κολοκυθένιος … Dictionary of Greek